ῥοδόσταγμα

From LSJ
Revision as of 14:57, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἔστι γὰρ τὸ ἔλαττον κακὸν μᾶλλον αἱρετὸν τοῦ μείζονος → the lesser of two evils is more desirable than the greater

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥοδόσταγμα Medium diacritics: ῥοδόσταγμα Low diacritics: ροδόσταγμα Capitals: ΡΟΔΟΣΤΑΓΜΑ
Transliteration A: rhodóstagma Transliteration B: rhodostagma Transliteration C: rodostagma Beta Code: r(odo/stagma

English (LSJ)

ατος, τό, (στάζω) A extract of roses prepared with honey, like ῥοδόμελι, Sch.Ar.Pl.529; also ῥοδό-στακτον, τό, Paul.Aeg.7.15.

Greek (Liddell-Scott)

ῥοδόσταγμα: τό, (στάζω) εὐῶδες ὑγρὸν ἐκ τῶν ῥόδων λαμβανόμενον καὶ μετὰ μέλιτος παρασκευαζόμενον, ὡς τὸ ῥοδόμελι, Γαλην., Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 527· ὡσαύτως ῥοδόστακτον, τό, Παῦλ. Αἰγιν. 7. 15, πρβλ. τὸ νῦν: ῥοδόσταμον.

Greek Monolingual

το / ῥοδόσταγμα, ΝΑ, και ροδόσταμα και ροδόσταμο, Ν
νεοελλ.
1. παράλληλο παράγωγο της απόσταξης τών ρόδων κατά την παραλαβή του ροδελαίου, με πολύ γλυκό άρωμα, που χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία, ζαχαροπλαστική κ.ά., αλλ. ροδόνερο
2. διάλυμα ροδελαίου σε νερό
αρχ.
υγρό από ροδοπέταλα μαζί με μέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + στάγμα (< στάζω)].