ἀδίαντος
Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit
English (LSJ)
ον, (διαίνω) A unwetted, ἀδιάντοισι παρειαῖς Simon.37.3; ἀ. ἐξ ἁλός B.16.122; not bathed in sweat, σθένος Pi.N.7.72. II as Subst., ἀδίαντος, ὁ, maidenhair, Adiantum Capillus-Veneris, Orph. A.915: ἀδίαντον, τό, Theoc.13.41; ἀ. [τὸ μέλαν] Thphr.HP7.10.5: pl., Plu.2.614b. 2 ἀ. τὸ λευκόν, = τριχομανές, Thphr.HP7.14.1, Dsc.4.135.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδίαντος: -ον, ὁ μὴ ὑγρανθείς, παρειαῖς ἀδιάντοισι, Σιμων. 37. 3: = μὴ ὑγρανθείσαις διὰ τοῦ ἱδρῶτος· σθένος, Πινδ. Ν. 7. 107, πρβλ. ἀνιδρωτί, ἀκονιτί. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. ἀδίαντος, εἶδος φυτοῦ, τὸ πολύτριχον, Ὀρφ. Ἀργ. 918· ὡσαύτως ἀδίαντον, τό, Θεόκρ. 13. 41, Θεόφρ. Ἱ. Φ. 7. 10, 5.
French (Bailly abrégé)
ος ou η, ον :
non mouillé ; τὸ ἀδίαντον adiante, plante (sorte de fougère).
Étymologie: ἀ, διαίνω.
English (Slater)
ᾰδῐαντος
1 not bathed in sweat (v. Snell on Bacch. 17. 122.) (ἄκων), ὃς ἐξέπεμψεν παλαισμάτων αὐχένα καὶ σθένος ἀδίαντον pr. (N. 7.73)
Spanish (DGE)
-ον
I no mojado, seco παρειά Simon.38.5, ἀ. ἐξ ἁλός B.17.122, ἄξων ἀ. del carro de Pélope que camina sobre el mar, Philostr.Iun.Im.9.1, ἀ. γυνή referido a Europa cuando va a lomos del toro sobre el mar, Nonn.D.41.241, ἀ. ἄβροχος de un caballo que camina sobre el mar, Nonn.D.43.204
•que no produce sudor σθένος Pi.N.7.73.
II bot.
1 subst. ὁ, τὸ ἀ. culantrillo de pozo, cabellera de Venus, Adiantum capillus-veneris L., Hp.Fist.9, Orph.A.915, Plu.2.614b, Theoc.13.41, Thphr.HP 7.10.5, Nic.Th.846, Ael.NA 1.35, Gp.2.5.4, Plin.HN 21.100, Ps.Apull.Herb.51.8, tb. llamado ἀ. τὸ μέλαν por op. al ἀ. τὸ λευκόν Thphr.HP 7.14.1.
2 ἀ. τὸ λευκόν culantrillo menor, Asplenium trichomanes L., Thphr.HP 7.14.1, Dsc.4.135.
3 subst. ὁ ἀ. saxífraga blanca, Saxifraga granulata L., Ps.Apul.Herb.98.7.
• Etimología: Cf. διαίνω.
Greek Monotonic
ἀδίαντος: -ον (διαίνω),
I. αυτός που δεν έχει υγρανθεί, στεγνός, σε Σιμων.
II. ἀδίαντον, τό, είδος φυτού, «το πολύτριχο», σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀδίαντος: неорошенный (потом), т. е. свежий (αὐχὴν καὶ σθένος Pind.).
Middle Liddell
διαίνω
I. unwetted, Simon.
II. ἀδίαντον, τό, a plant, maiden-hair, Theocr.