πνευματίζω

From LSJ
Revision as of 09:29, 2 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "-<i>ατος]]" to "-ατος")

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πνευμᾰτίζω Medium diacritics: πνευματίζω Low diacritics: πνευματίζω Capitals: ΠΝΕΥΜΑΤΙΖΩ
Transliteration A: pneumatízō Transliteration B: pneumatizō Transliteration C: pnevmatizo Beta Code: pneumati/zw

English (LSJ)

A fan by blowing, in Pass., Antig.Mir.136. II write or pronounce with the breathing, Eust.524.5, al.

German (Pape)

[Seite 640] durch Wehen, Blasen anfachen, Sp. Bes. bei den Gramm. mit dem Hauche, spiritus, bezeichnen, aussprechen oder schreiben.

Greek (Liddell-Scott)

πνευμᾰτίζω: ἀερίζω φυσῶν, Ἀντίγ. Καρύστ. 151. ΙΙ. γράφω ἢ ὁμιλῶ συμφώνως πρὸς τὸν πνευματισμὸν (spiritus), Εὐστ. 524. 5, κτλ.

Greek Monolingual

Μ πνεύμα, -ατος
γράφω ή μιλώ χρησιμοποιώντας ψιλή και δασεία, δηλαδή σύμφωνα με τον πνευματισμό
μσν.-αρχ.
1. φυσώ, παράγω αέρα
2. αναζωπυρώνω με φύσημα αέρα.

Russian (Dvoretsky)

πνευματίζω: грам. помечать знаком придыхания.