σόγχος

From LSJ
Revision as of 10:16, 16 January 2021 by Spiros (talk | contribs)

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σόγχος Medium diacritics: σόγχος Low diacritics: σόγχος Capitals: ΣΟΓΧΟΣ
Transliteration A: sónchos Transliteration B: sonchos Transliteration C: sogchos Beta Code: so/gxos

English (LSJ)

ὁ, A sow-thistle, Sonchus aspera, Antiph.226.4; also written σόγκος, Matro Fr.2.1, Thphr.HP4.6.10,6.4.3,8, Nic.Fr.71, Hegesand. 9 (where ἐξογκοῖτ' is a pun on ἐκσογκοῖτ'). II σόγχος τρυφερός, milkweed, Sonchus oleraceus, Ps.-Dsc.2.131.

German (Pape)

[Seite 912] ὁ, eine distelartige Pflanze, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

σόγχος: ὁ, σκολυμώδης βοτάνη, «ζοχός», sonchus, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 1· καὶ σόγκος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 6, 10., 6. 4, 3, κτλ.· «λάχανον ἄγριον» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και σόγκος Α, και σόχος Ν
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια σύνθετα, ένα είδος του οποίου είναι σήμερα κοινώς γνωστό ως ζοχός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].