κλινοπηγός
From LSJ
Δελφῖνα νήχεσθαι διδάσκεις: ἐπὶ τῶν ἐν ἐκείνοις τινὰ παιδοτριβούντων, ἐν οἷς ἤσκηται → Teaching dolphins to swim: is applied to those who are teaching something among people who are already well versed in it
English (LSJ)
ὁ, A = κλινοποιός (maker of beds, maker of bedsteads, upholsterer), Theognost.Can.96, CIG2135 (κλεινο-, loc. incert.).
German (Pape)
[Seite 1454] ὁ, der Betten, Sänften u. dgl. zusammenfügt, macht, Sp.; bei Theognost. B. A. 1340 auch κλινοπήξ.
Greek (Liddell-Scott)
κλῑνοπηγός: ὁ, = κλινοποιός, Θεόγνωστ. 96. 21, Συλ. Ἐπιγ. 2135 (ἔνθα κλεινο-)· ὡσαύτως κλινοπήξ, -πῆγος, ὁ, Θεογνωστ. 40. 22.
Greek Monolingual
κλινοπηγός, ὁ (AM)
κλινοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + -πηγός (< πήγνυμι), πρβλ. ναυ-πηγός.