συνοικήτωρ

From LSJ
Revision as of 16:31, 22 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

μὴ πιστεύσητε τοῖς ἀμαθεστέροις ὑμῶν αὐτῶν → do not believe those who are more ignorant than you yourselves

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνοικήτωρ Medium diacritics: συνοικήτωρ Low diacritics: συνοικήτωρ Capitals: ΣΥΝΟΙΚΗΤΩΡ
Transliteration A: synoikḗtōr Transliteration B: synoikētōr Transliteration C: synoikitor Beta Code: sunoikh/twr

English (LSJ)

ορος, ὁ, = συνοικητήρ (housefellow, housemate), ξ. ἐμοί A. Eu. 833.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
qui habite ou vit avec.
Étymologie: συνοικέω.

Greek Monolingual

και αττ. τ. ξυνοικήτωρ, -ορος, ὁ, Α
συγκάτοικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνοικῶ «συγκατοικώ» + επίθημα -τωρ (πρβλ. κοσμή-τωρ)].

Greek Monotonic

συνοικήτωρ: -ορος, ὁ, συγκάτοικος, σύνοικος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

συνοικήτωρ: ορος живущий вместе (τινί Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνοικήτωρ -ορος, ὁ [συνοικέω] samenwonend met, met dat.. Aeschl. Eum. 833.

Middle Liddell

συνοικήτωρ, ορος, ὁ,
a house-fellow, Aesch.