κριθολογία
From LSJ
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
English (LSJ)
v. κριθολόγος.
Greek Monolingual
κριθολογία και κριθηλογία ἡ (Α) κριθολόγος
το μάζεμα, η συλλογή του κριθαριού.