ἱλήκω

From LSJ
Revision as of 18:53, 9 February 2021 by Spiros (talk | contribs)

οὐκ ἐᾷ με καθεύδειν τὸ τοῦ Μιλτιάδου τρόπαιονMiltiades' trophy does not let me sleep

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱλήκω Medium diacritics: ἱλήκω Low diacritics: ιλήκω Capitals: ΙΛΗΚΩ
Transliteration A: hilḗkō Transliteration B: hilēkō Transliteration C: iliko Beta Code: i(lh/kw

English (LSJ)

[ῑ], (ἱλάσκομαι) A to be gracious, of a god, once in Hom. in subj., εἴ κεν Ἀπόλλων ἡμῖν ἱλήκῃσι Od.21.365; elsewh. in opt., ἱλήκοι Ἀπόλλων h.Ap.165; ἱλήκοις, Δέσποινα AP5.72 (Rufin.); ἱλήκοις, Πολιοῦχε ib.9.154 (Agath.); θεοὶ μάκαρες, ἱλήκοιτε Alciphr.3.68, cf.Hld. 8.11, 9.25. (Prob. εἱλ-, cf. sq.)

Greek (Liddell-Scott)

ἱλήκω: ῑ, (ἵλαος) εἰμὶ ἵλεως, εὐμενής, ἐπὶ θεοῦ, ἅπαξ παρ’ Ὁμ. καθ’ ὑποτακτ., εἴκεν Ἀπόλλων ἡμῖν ἱλήκῃσι Ὀδ. Φ. 365· ἀλλαχοῦ κατ’ εὐκτικ., ἱλήκοις, Δέσποινα Ἀνθ. Π. 5. 73· ἱλήκοις, Πολιοῦχε αὐτόθι 9. 154, κ. ἀλλ.· θεοὶ μάκαρες, ἱλήκοιτε Ἀλκίφρ. 3. 68.

Greek Monolingual

ἱλήκω (Α)
(για θεό) είμαι ευμενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρακμ. του ἱλάσκομαι που μαρτυρείται με τη μορφή ἱλήκῃσι (υποτ. παρακμ.) μια φορά στον Όμηρο. Απαντά και ευκτ. παρακμ. ἱλήκοις, ἱλήκοι, ἱλήκοιτε].

Greek Monotonic

ἱλήκω: [ῑ] (ἵλαος), είμαι ευμενής, διάκειμαι ευνοϊκά, εἴκεν Ἀπόλλων ἡμῖν ἱλήκῃσι (Επικ. γʹ ενικ. υποτ.), σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

ἱλήκω, ἵλαος
to be gracious, εἴ κεν Ἀπόλλων ἡμῖν ἱλήκῃσι (epic 3rd sg. subj.) Od.