ὀγδοαῖος
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
α, ον, A on the eighth day, Plb.5.52.3, al., Plu.2.288c, Gal.9.869, etc. II of fever, recurring on the eighth day, octavan, Id.7.505.
German (Pape)
[Seite 290] am achten Tage, ὀγδοαῖοι ὑπερέβαλον τὸ ὄρος, Pol. 5, 52, 3; Plut. Caes. 17.
Greek (Liddell-Scott)
ὀγδοαῖος: -α, -ον, ὁ κατὰ τὴν ὀγδόην ἡμέραν, Πολύβ. 5. 52, 3, κτλ.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui vient ou se fait le 8ᵉ jour.
Étymologie: ὀγδόη.
Greek Monolingual
ὀγδοαῖος, -αία, -ον (Α)
1. αυτός που γίνεται κατά την όγδοη μέρα
2. (για πυρετό) αυτός που επαναλαμβάνεται περιοδικά κατά την όγδοη μέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄγδοος + κατάλ. -αῖος (πρβλ. τεταρτ-αίος)].
Russian (Dvoretsky)
ὀγδοαῖος: совершающийся на восьмой день Polyb.: ὀ. ἐλθεῖν Plut. прибыть на восьмой день.