κυκλώ

From LSJ
Revision as of 20:17, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source

Greek Monolingual

(I)
κυκλῶ, -έω (Α) κύκλος
1. μεταφέρω με άμαξα («κυκλήσομεν ἐνθάδε νεκρούς», Ομ. Ιλ.)
2. κινώ γύρω γύρω, κυκλικά, περιφέρωπόδα... ἀνὰ κύκλον κυκλεῑς», Αριστοφ.)
3. (αμτβ.) επανέρχομαι περιοδικώς («πολλαὶ κυκλοῡσι νύκτες ἡμέραι τ' ἴσαι», Σοφ.)
4. επαναφέρω, επαναλαμβάνω («κυκλεῖν τὸν λόγον», Αριστοτ.)
5. μέσ. κυκλοῦμαι, -έομαι
α) περιβάλλω, περιτριγυρίζω
β) στριφογυρίζω, περιστρέφω («κυκλεῑσθαι δή... τὸν ἄτρακτον», Πλάτ.)
γ) (για λόγια) περιέρχομαι από στόμα σε στόμα, διαδίδομαι.
(II)
(AM κυκλῶ, -όω, Μ και κυκλώνω)
βλ. κυκλώνω.