ὀρθόφρων

From LSJ
Revision as of 08:58, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ")

τίς Ἑλλὰς ἢ βάρβαρος ἢ τῶν προπάροιθ' εὐγενετᾶν ἕτερος ἔτλα κακῶν τοσῶνδ' αἵματος ἁμερίου τοιάδ' ἄχεα φανεράwhat woman Greek or foreign or what other scion of ancient nobility has endured of mortal bloodshed's woes so many, such manifest pains

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρθόφρων Medium diacritics: ὀρθόφρων Low diacritics: ορθόφρων Capitals: ΟΡΘΟΦΡΩΝ
Transliteration A: orthóphrōn Transliteration B: orthophrōn Transliteration C: orthofron Beta Code: o)rqo/frwn

English (LSJ)

ονος, ὁ, ἡ, A of excited mind, S.Fr.1077.

German (Pape)

[Seite 376] mit gradem Sinne oder gespannter Seele, Soph. frg. 923, Phot. erkl. ἀνατεταμένος καὶ μετέωρος ταῖς φρεσίν.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρθόφρων: ὁ, ἡ, «ἀνατεταμένος καὶ μετέωρος ταῖς φρεσίν· οὕτως Σοφοκλῆς» (Φώτ.), Λατ. erectus animo, Σοφ. Ἀποσπ. 923. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ἀνατεταμένας φρένας ἔχων, ἢ ὀρθάς. μετέωρος».

Greek Monolingual

-ον (ΑΜ ὀρθόφρων, -ον)
νεοελλ.-μσν.
αυτός που σκέπτεται λογικά, συνετός, σώφρων
μσν.
ορθόδοξος
αρχ.
(κατά τον Φώτ.) «ἀνατεταμένος καὶ μετέωρος ταῖς φρεσίν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό-φρων].

Russian (Dvoretsky)

ὀρθόφρων: 2, gen. ονος с напряжением ожидающий, полный нетерпения Soph.