μελικηρίς

From LSJ
Revision as of 11:51, 20 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")

τῷ οὖν τόξῳ ὄνομα βίος, ἔργον δὲ θάνατος → the bow is called life, but its work is death (Heraclitus)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελικηρίς Medium diacritics: μελικηρίς Low diacritics: μελικηρίς Capitals: ΜΕΛΙΚΗΡΙΣ
Transliteration A: melikērís Transliteration B: melikēris Transliteration C: melikiris Beta Code: melikhri/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, Medic., a kind of A cyst or wen, from its resembling a honeycomb, Hp. Prorrh.2.42, Antyll. ap. Orib.45.3 tit., cf. Sch.ad loc. II honey-cake, Philox.2.17 (as f.l.). III honeycomb, POxy.936.10 (iii A.D.), Sch.Ar. Th.523. IV kind of vine, Eust.1656.63.

German (Pape)

[Seite 123] ίδος, ἡ, ein bösartiger Kopfausschlag, nach der Aehnlichkeit mit dem Folgenden benannt, Medic. Auch = Honigkuchen, Ath. XIV, 648 b. – Bei Hesych. eine Art Weinstock.

Greek (Liddell-Scott)

μελῐκηρίς: -ίδος, ἡ, meliceris ἢ tinea favosa, διαβρωτικόν τι ἐξάνθημα τῆς κεφαλῆς ἔχον ὁμοιότητα πρὸς κηρήθραν, Ἱππ. 113C. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μελικηρίς... πάθος ἔνικμον, μελιτῶδες ὑγρὸν ἔχον». ΙΙ. εἶδος πλακοῦντος μετὰ μέλιτος παρεσκευασμένου, «μελόπηττα», Φιλόξ. παρ’ Ἀθην. 174Β. ΙΙΙ. κηρήθρα, Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 523. IV. εἶδος ἀμπέλου, Εὐστ. 1656. 63. V. πόα τις, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
1 mélicéris, tumeur dont le pus ressemble à du miel;
2 gâteau de miel.
Étymologie: μέλι, κηρός.

Spanish

pastel de miel

Greek Monolingual

μελικηρίς, ή (ΑM)
1. (κατά τον Ευστάθ.) είδος αμπέλου
2. ιατρ. είδος μικρού εξανθήματος στο τριχωτό μέρος του κεφαλιού, που μοιάζει με κηρήθρα, ή μικρού χελωνιού που εκκρίνει υγρό σαν μέλι
3. είδος πίτας ή γλυκίσματος που παρασκευάζεται με μέλι, μελόπιτα, κερόπιτα
4. κηρήθρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μελίκηρος + κατάλ. -ίς].