ὀνειδιστής

From LSJ
Revision as of 13:09, 20 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνειδιστής Medium diacritics: ὀνειδιστής Low diacritics: ονειδιστής Capitals: ΟΝΕΙΔΙΣΤΗΣ
Transliteration A: oneidistḗs Transliteration B: oneidistēs Transliteration C: oneidistis Beta Code: o)neidisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A one who reproaches with a thing, c. gen. rei, ἁμαρτημάτων, εὐεργετημάτων, Arist.Rh.1381b2.

German (Pape)

[Seite 345] ὁ, der Beschimpfende, Vorwürfe Machende, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνειδιστής: -οῦ, ὁ, ὁ ὀνειδίζων ἢ ψέγων διά τι, μετὰ γενικ. πράγμ., ἁμαρτημάτων, εὐεργετημάτων Ἀριστ. Ρητ. 2. 4. 16.

French (Bailly abrégé)

οῦ;
adj. m.
injurieux, outrageant.
Étymologie: ὀνειδίζω.

Greek Monolingual

ὀνειδιστής, ὁ (Α) ονειδίζω
αυτός που επιπλήττει ή κατηγορεί κάποιον για κάτι.

Greek Monotonic

ὀνειδιστής: -οῦ, ὁ, αυτός που χλευάζει ή κατηγορεί για κάτι, με γεν. πράγμ., σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

ὀνειδιστής: οῦ adj. m делающий упреки, порицающий (τῶν ἁμαρτημάτων Arst.).

Middle Liddell

ὀνειδιστής, οῦ, ὁ, [from ὀνειδίζω
one who reproaches with a thing, c. gen. rei, Arist.