ευπινής
From LSJ
Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart
Greek Monolingual
εὐπινής, -ές (Α)
1. (για τους αθλητές στην παλαίστρα) αυτός που έχει στο σώμα ρύπο από σκόνη και λάδι
2. (για χαλκό ή σίδηρο) αυτός που γίνεται εύκολα στιλπνός, λαμπρός
3. (για οικία) καθαρή, κομψή, ευπρεπής
4. (για ύφος) απλό, αφελές
5. (κατά τον Φώτιο) «εὐπινές
τὸ ἀφελὲς καὶ μὴ λίαν τετημελημένον, ἀλλὰ μέτριον πίνον ἔχον»
6. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «εὐπινής
εὐειδής».
επίρρ...
εὐπινῶς (Α)
κομψά, με χάρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -πινής (< πίνος «ρύπος, ακαθαρσία»), πρβλ. δυσ-πινής].