ηλουργός
From LSJ
ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.
Greek Monolingual
ἡλουργός, ὁ (Μ)
ο κατασκευαστής καρφιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήλος + -ουργός (< έργο), πρβλ. ξυλ-ουργός, οπλ-ουργός].