θυμομαχία
From LSJ
τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
English (LSJ)
ἡ, A desperate fight, Polyaen.2.1.19.
German (Pape)
[Seite 1224] ἡ, hitziger Kampf, Polyaen. 2, 1, 19.
Greek (Liddell-Scott)
θῡμομᾰχία: ἡ, πεισματώδης μάχη, Πολύαιν. 2. 1, 19, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
θυμομαχία, ἡ (Α)
πεισματώδης μάχη, ορμητική μάχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο- + -μαχία (< -μάχος, < μάχη), πρβλ. ναυ-μαχία, οδο-μαχία].