ιδιότροπος
δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ἰδιότροπος, -ον)
1. αυτός που ζει, σκέπτεται και ενεργεί διαφορετικά από τους άλλους, ο ιδιόρρυθμος (α. «ιδιότροπος άνθρωπος» β. «ἰδιότροπος φύσις», Διόδ.)
2. ο ασυνήθιστος («ιδιότροπο χτένισμα»)
νεοελλ.
δύστροπος, κακότροπος, στρυφνός.
επίρρ...
ιδιοτρόπως και ιδιότροπα
με ιδιόρρυθμο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -τροπος (< τρόπος), πρβλ. επί-τροπος, κακό-τροπος. Η λ. με σημ. «ιδιόρρυθμος, ασυνήθιστος» κατέληξε στη Νέα Ελληνική να χρησιμοποιείται και ως κακόσημη, προφανώς διότι αυτός που διαφέρει από τους άλλους παρουσιάζει στοιχεία αντικοινωνικότητας και επομένως αρνητικά].