κήλας
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
ὁ, an Indian stork, A adjutant, Leptoptilus argala, Ael.NA 16.4.
German (Pape)
[Seite 1430] ὁ, der Kropfvogel, Ael. H. A. 16, 4.
Greek (Liddell-Scott)
κήλας: ὁ, Ἰνδικόν τι πτηνὸν τὸ μέγεθος τριπλάσιον ὠτίδος, Αἰλ. π. Ζ. 16. 4.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
pélican, DELG marabout, oiseau.
Étymologie: DELG emprunt à une langue indienne, avec influence de κήλη, à cause de son gros jabot.
Greek Monolingual
κήλας, ὁ (Α)
είδος ινδικού πελαργού («κήλαν ἐν Ἰνδοῑς ἀκούω ὄρνιν... τριπλάσιον ὠτίδος», Αιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Είναι πιθ. λ. ινδικής προελεύσεως (πρβλ. ινδ. hargēla), με σχηματισμό κατ' επίδραση της λ. κήλη λόγω της συγγένειας της σημασίας της «εξόγκωμα» με τον πρόλοβο τών πτηνών, και εμφανίζει κατάληξη -ας, που χρησιμοποιείται για τη δήλωση ζώων και πτηνών].