κουφάλα

From LSJ
Revision as of 13:55, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!

Source

Greek Monolingual

η (Μ κουφάλα)
κοίλωμα, βαθούλωμα σε κορμό δέντρου ή σε βράχο
νεοελλ.
1. κοιλότητα του δοντιού η οποία προέρχεται από τερηδόνα
2. γυναίκα του δρόμου, πόρνη
μσν.
υπόγεια σήραγγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κούφος (Ι) + -άλα (πρβλ. κρεμ-άλα, φουσκ-άλα)].