κυκλίσκος
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
ὁ, Dim. of κύκλος, A small circle in a diagram, Ptol.Hyp.1.9, al.; as part of an instrument, Id.Alm.1.12. 2 small round cake of wax, Dsc. 2.83; lozenge, = τροχίσκος, Hp.Mul.2.188, Gal.12.276, Lycusap. Orib.8.25.23, Aët.15.37. II ring to pass the reins through, Gal. 2.323. 2 circular opening of a coop, Ph.Bel.78.1. 3 f.l. for κοιλίσκος (q.v.). III round spot, Clytus 1.
German (Pape)
[Seite 1526] ὁ, dim. von κύκλος, kleiner Kreis, Diosc. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κυκλίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ κύκλος, τροχίσκος, μικρὸν στρογγύλον πρᾶγμα, κηροῦ Διοσκ. 2. 105· β΄ ὑποκορ. κυκλίσκιον, τό, αὐτόθι, Δημόκρ. παρὰ Γαλην. ΙΙ. δακτύλιος, δι’ οὗ διήρχοντο αἱ ἡνίαι, Γαλην. ΙΙΙ. κυκλικόν τι ἀστρονομικὸν ὄργανον, Πτολ. IV. στρογγύλον σημεῖον, Κλύτος παρ’ Ἀθην. 655D.
Greek Monolingual
κυκλίσκος, ὁ (Α)
1. μικρός κύκλος
2. τμήμα αστρονομικού οργάνου κυκλικού σχήματος
3. στρογγυλό στίγμα
4. μικρή στρογγυλή πίτα
5. χάπι
6. δακτύλιος και ιδίως αυτός από τον οποίο διέρχονταν τα ηνία άρματος
7. το κυκλικό άνοιγμα ορνιθώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύκλος + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. αστερ-ίσκος, κολπ-ίσκος)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυκλίσκος -ου, ὁ, demin. van κύκλος, ringetje, plakje.