κύλικας

From LSJ
Revision as of 14:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)

Source

Greek Monolingual

ο, και κύλικα, η (AM κύλιξ, -κος, ἡ, Α επιγρ. σπαν. και κύλιξ, ὁ)
1. είδος ποτηριού με χαμηλή και λεπτή βάση και δύο λαβές που χρησιμοποιείται συνήθως ως κρασοπότηρο (α. «ἐς κύλικα μεγάλην κεραμίνην οἶνον ἐγχέαντες», Ηρόδ.)
2. παροιμ. «πολλά μεταξὺ κύλικος πέλει καὶ χείλεος ἄκρου» — πολλά μπορεί να συμβούν από στιγμή σε στιγμή
νεοελλ.
κύπελλο, ποτήρι με λεπτό λαιμό και πλατιά στρογγυλή βάση
αρχ.
1. (στην Κύπρο) κοτύλη
2. φρ. «ἐπὶ τῇ κύλικι λέγειν» ή «ἐπὶ τῆς κύλικος φλυαρεῖν» — συζητώ πίνοντας κάτι, φλυαρώ πίνοντας, κυλικηγορώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα kl- της ΙΕ ρίζας kel- «ποτήρι, κάλυκας φυτού» και εμφανίζει επίθημα -ιξ (πρβλ. ράδ-ιξ, σπάδ-ιξ). Το -υ- του τ. αναπτύχθηκε ως συνοδίτης φθόγγος αντί του αναμενόμενου -α- < -l- (πρβλ. φύλλον). Ο τ. συνδέεται με τον τ. κάλυξ, με το λατ. calix και με το αρχ. ινδ. kalάśa- «αγγείο, δοχείο».
ΠΑΡ. κυλικείο
αρχ.
κυλίκειος, κυλίκιον, κυλικώδης
αρχ.-μσν.
κυλικίς.
ΣΥΝΘ. αρχ. κυλικηγόρος, κυλικήρυτος, κυλικοφόρος.