λαγάρα

From LSJ
Revision as of 14:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source

Greek Monolingual

η
1. υγρό απαλλαγμένο από κάθε ξένη ουσία, κατασταλαγμένο, καθαρό και διαυγές, λαμπίκοςκρασί λαγάρα»)
2. κάθε προϊόν διήθησης
3. (για χρυσό) αμιγής, άπεφθος, χωρίς ξένα σώματα
4. μτφ. πράγμα άριστης ποιότητας
β) (για πρόσ.) ειλικρινής, τίμιος, άψογος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το επίθ. < λαγαρός (πρβλ. πικρός > πίκρα, λάβρος > λάβρα)].