λύγδος

From LSJ
Revision as of 14:35, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λύγδος Medium diacritics: λύγδος Low diacritics: λύγδος Capitals: ΛΥΓΔΟΣ
Transliteration A: lýgdos Transliteration B: lygdos Transliteration C: lygdos Beta Code: lu/gdos

English (LSJ)

ἡ, A white marble, Peripl.M.Rubr.24; λύγδου λειότερον AP5.27 (Rufin.); οἷά τε λύγδου γλυπτήν ib.193 (Posidipp. or Asclep.); ἡ Παρία λ. D.S.2.52, cf. Mart.6.13,42.

German (Pape)

[Seite 67] ὁ (λυκ), weißer Marmor, ein blendend weißer Stein, auch fem., ἡ Παρία λύγδος, parischer Marmor, D. Sic. 2, 52; λύγδου λειότερον Rutin. 38 (V, 28), u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

λύγδος: ἡ, λευκὸν μάρμαρον, λύγδου λειότερον Ἀνθ. Π. 5. 28· οἷά τε λύγδου γλυπτὴν αὐτόθι 194· ἡ Παρία λύγδος Διόδ. 2. 52. (Ἴσως ἐκ √ΛΥΚ, λύκη, ὡς ἐκ τῆς λαμπρᾶς αὐτοῦ λευκότητος, ἴδε Κούρτ. 523).

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
marbre blanc.
Étymologie: R. Λυκ, briller.

Greek Monolingual

λύγδος, ἡ (Α)
λευκό μάρμαρο, λευκή, στιλπνή πέτραδιόπερ οὔτε ἡ Παρία λύγδος, οὔτ' ἄλλη θαυμαζομένη πέτρα τοῖς Ἀραβίοις λίθοις ἐξισωθῆναι δύναται», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. έχει κατάλ. -δος (πρβλ. μόλυβ-δος, κίβ-δος) και συνδέεται πιθ. με την οικογένεια του λευκού].

Greek Monotonic

λύγδος: ἡ, λευκό μάρμαρο, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

λύγδος: ἡ белый мрамор Anth., Diod.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: (white) marble (D. S., Peripl. M. Rubr., AP).
Derivatives: λύγδ-ινος of marble, marble-white (Babr., Philostr., AP, Cyrene), -ίνεος id. (AP). λύγδη τὸ δένδρον ἡ λεύκη H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Ending as in μόλυβδος (but s.v.!), κίβδος a. o. and like these without etymology. Connection with λευκός a. rel. (Bq a. o.) is morphologically hard to explain. -δος, sound-words like κέλαδος (s. v.) excepted, is not a productive suffix. - Fur. 307 connect σ λογάδες which must remain uncertain. Still the word is prob. Pre-Greek. Connetion with λευκός is hardly probable.

Middle Liddell

αύγδος, ἡ,
white marble, Anth.

Frisk Etymology German

λύγδος: {lúgdos}
Grammar: f.
Meaning: ‘(weißer) Marmor’ (D. S., Peripl. M. Rubr., AP)
Derivative: mit λύγδινος aus Marmor, marmorweiß (Babr., Philostr., AP, Kyrene), -ίνεος ib. (AP). Dazu λύγδη· τὸ δένδρονλεύκη H.
Etymology : Ausgang wie in μόλυβδος, κίβδος u. a. und wie diese ohne Etymologie. Die Anknüpfung an λευκός u. Verw. (Bq u. a.) ist morphologisch schwer zu begründen, da -δος, von Schallwörtern wie κέλαδος (s. d.) abgesehen, kein lebendiges Suffix ist.
Page 2,140-141