λιβηρός
From LSJ
φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
Full diacritics: λῐβηρός | Medium diacritics: λιβηρός | Low diacritics: λιβηρός | Capitals: ΛΙΒΗΡΟΣ |
Transliteration A: libērós | Transliteration B: libēros | Transliteration C: liviros | Beta Code: libhro/s |
ά, όν, A = ὑγρός, Hp. ap. Gal.19.118, EM564.50.
λῐβηρός: -ά, -όν, = λιβρός, δίυγρος, Ἱππ. παρὰ Γαλην., Ἐτυμολ. Μέγ. 564. 49.
λιβηρός, -ά, -όν (Α)
υγρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιψ, λιβός «ρεύμα, ρυάκι» + κατάλ. -ηρός (πρβλ. ηχ-ηρός, μοχθηρός)].