ἑξάχειρ

From LSJ
Revision as of 16:05, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑξάχειρ Medium diacritics: ἑξάχειρ Low diacritics: εξάχειρ Capitals: ΕΞΑΧΕΙΡ
Transliteration A: hexácheir Transliteration B: hexacheir Transliteration C: eksacheir Beta Code: e(ca/xeir

English (LSJ)

χειρος, ὁ, ἡ, A six-handed, Luc.Herm.74, Tox.62:— also ἑξά-χειρος, ον, Ps.-Callisth.3.28.

German (Pape)

[Seite 874] ειρος, sechshändig, Luc. Hermot. 74 Tox. 72.

Greek (Liddell-Scott)

ἑξάχειρ: ειρος, ὁ, ἡ, ἓξ χεῖρας ἔχων, Λουκ. Ἑρμ. 74, Τόξαρ. 62.

French (Bailly abrégé)

χειρος (ὁ, ἡ)
à six mains.
Étymologie: ἕξ, χείρ.

Spanish

que tiene seis manos

Greek Monolingual

ἑξάχειρ, ο, η και ἑξάχειρος, -ον (Α)
αυτός που έχει έξι χέρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξα- < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + χειρ].

Greek Monotonic

ἑξάχειρ: -χειρος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει έξι χέρια, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἑξάχειρ: χειρος adj. шестирукий (Γηρυών Luc.).

Middle Liddell

ἑξά-χειρ, ειρος, ὁ, ἡ, n
six-handed, Luc.