ἱπποκρατία
μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years
English (LSJ)
ἡ, A victory in a cavalry action, X.Cyr.1.4.24.
German (Pape)
[Seite 1260] ἡ, Reitersieg, Xen. Cyr. 1, 4, 24.
Greek (Liddell-Scott)
ἱπποκρᾰτία: ἡ, νίκη ἐν ἱππομαχίᾳ, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 24˙ - «ἱπποκρατία˙ τὸ τοῖς ἵπποις νικᾶν» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
supériorité par la cavalerie ou dans un combat de cavalerie.
Étymologie: ἱπποκρατέω.
Greek Monolingual
ιπποκρατία, ἡ (Α)
επικράτηση του ιππικού, νίκη του ιππικού σε μάχη («χαίρω τῇ ἱπποκρατίᾳ», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -κρατία (< -κράτης < κράτος), πρβλ. δημο-κρατία, λαο-κρατία].
Greek Monotonic
ἱπποκρᾰτία: ἡ, νίκη σε ιππομαχία, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἱπποκρᾰτία: ἡ победа конницы: μάλα χαίρων τῇ ἱπποκρατίᾳ Xen. чрезвычайно довольный победой (своей) конницы.
Middle Liddell
ἱπποκρᾰτία, ἡ, [from ἱπποκρᾰτέω]
victory in a cavalry action, Xen.