κατάμομφος

From LSJ
Revision as of 18:25, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαroot of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάμομφος Medium diacritics: κατάμομφος Low diacritics: κατάμομφος Capitals: ΚΑΤΑΜΟΜΦΟΣ
Transliteration A: katámomphos Transliteration B: katamomphos Transliteration C: katamomfos Beta Code: kata/momfos

English (LSJ)

ον, A liable to blame, inauspicious, A.Ag.145 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1364] dem Tadel unterworfen, tadelhaft, φάσματα Aesch. Ag. 143.

Greek (Liddell-Scott)

κατάμομφος: -ον, κατάμεμπτος, ἄξιος μομφῆς, δυσοίωνος, κατάμομφα φάσματα Αἰσχύλ. Ἀγ. 145.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
blâmable ; fâcheux.
Étymologie: κατά, μέμφομαι.

Greek Monolingual

κατάμομφος, -ον (Α)
1. άξιος μομφής
2. δυσοίωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -μομφος (< μομφή < μέμφομαι), πρβλ. άμομφος, επίμομφος].

Greek Monotonic

κατάμομφος: -ον (καταμέμφομαι), αξιοκατάκριτος, δυσμενής, δυσοίωνος, κακότυχος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

κατάμομφος: достойный порицания, дурной, тягостный (φάσματα Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάμομφος -ον [καταμέμφομαι] afkeurenswaardig.

Middle Liddell

κατάμομφος, ον καταμέμφομαι
liable to blame, inauspicious, Aesch.