καχέκτης

From LSJ
Revision as of 18:25, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang

Menander, Monostichoi, 131
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰχέκτης Medium diacritics: καχέκτης Low diacritics: καχέκτης Capitals: ΚΑΧΕΚΤΗΣ
Transliteration A: kachéktēs Transliteration B: kachektēs Transliteration C: kachektis Beta Code: kaxe/kths

English (LSJ)

ου, ὁ, (κακός, ἕξις) A in a bad habit of body, Dsc.2.2, Gal.6.213, 12.321. 2 metaph., disaffected in a political sense, Plb.1.68.10, 28.17.12, Cic.Att.1.14.6, Nech.in Cat.Cod.Astr.7.142.

German (Pape)

[Seite 1409] ὁ (ὃς κακῶς ἔχει), der sich übel befindet, zunächst vom üblen Zustande des Leibes u. der Gesundheit, Ggstz von ὑγιαίνων, Pol. 18, 15, 12; dann vom Geiste u. der Gesinnung, übelgesinnt, neben στασιώδης 1, 68, 10, öfter.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰχέκτης: -ου, ὁ, (κακός, ἕξις, ἔχω), ἐν κακῇ σωματικῇ καταστάσει ὤν, ὁ ἀσθενικός, ἀντίθετ. ὁ ὑγιής, ὁ εὐέκτης, οὕτω παρὰ Πολυβ. 18. 15, 12, οἱ καχέκται καὶ οἱ ὑγιαίνοντες ἀντιτίθενται· πολιτικῶς, κακῶς, δυσμενῶς διατεθειμένος, δυσηρεστημένος, διὸ συνάπτονται, καχέκται καὶ στασιώδεις 1. 68, 10· καχέκται καὶ κινητικοὶ 1. 68, 10.

Greek Monolingual

καχέκτης, ὁ, θηλ. καχέκτις (Α)
1. καχεκτικός
2. φρ. «καχέκται καὶ στασιώδεις» ή «καχέκται καὶ κινητικοί» — δυσαρεστημένοι με το πολίτευμα ή με την πολιτική κατάσταση και έτοιμοι να προκαλέσουν στάσεις και πολιτικές μεταβολές (Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καχ(ο)- (πρβλ. κακο-) + -έκτης (< ἔχω, πρβλ. μέλλ. ἕξω) με τροπή του -κ- σε -χ- προ δασέος φθόγγου (πρβλ. ευέκτης, πλεονέκτης)].

Russian (Dvoretsky)

κᾰχέκτης: ου adj. m
1) находящийся в плохом состоянии, болезненный Polyb.;
2) злонамеренный (κ. καὶ στασιώδης Polyb.).