λιθογλύφος

From LSJ
Revision as of 18:55, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐθογλύφος Medium diacritics: λιθογλύφος Low diacritics: λιθογλύφος Capitals: ΛΙΘΟΓΛΥΦΟΣ
Transliteration A: lithoglýphos Transliteration B: lithoglyphos Transliteration C: lithoglyfos Beta Code: liqoglu/fos

English (LSJ)

[ῠ], ὁ, A sculptor, Luc.Somn.18, Gal.1.7; engraver, Dsc.5.147 (v.l. -γράφος); title of play by Philemon, Did.in D.9.62.

German (Pape)

[Seite 45] ὁ, = λιθογλύπτης, Luc. somn. 18.

Greek (Liddell-Scott)

λῐθογλύφος: [ῠ], ὁ, γλύπτης λίθων, Λουκ. Ἐνύπν. 18.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
sculpteur, statuaire.
Étymologie: λίθος, γλύφω.

Greek Monolingual

ο (Α λιθογλύφος)
1. ο λιθογλύπτης
2. τεχνίτης που διακοσμεί λίθους, συνήθως πολύτιμους, με γλυπτές παραστάσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + γλύφος (< γλύφω «λαξεύω»), πρβλ. ξυλογλύφος, τοκογλύφος].

Greek Monotonic

λῐθογλύφος: [ῠ], ὁ (γλύφω), γλύπτης της πέτρας, σε Λουκ.

Middle Liddell

λῐθο-γλῠ́φος, ὁ, γλύφω
a sculptor, Luc.