ζώδιο
From LSJ
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
Greek Monolingual
το (AM ζῴδιον και ζωΐδιον, Μ και ζῳδείον)
κάθε ένα από τα δώδεκα ίσα τμήματα του ζωδιακού κύκλου, τα οποία φέρουν ως επί το πλείστον ονόματα ζώων
νεοελλ.
1. μικρό ζώο, ζωάριο
2. η μοίρα, το μοιραίο, το γραφτό κάποιου («γεννήθηκε σε κακό ζώδιο»)
μσν.
1. στοιχειό, ζούδι
2. μικρή ή μεγάλη εικόνα, ζωγραφισμένη ἡ λαξευμένη (α. «κρητῆρα χάλκεον ζῳδίων ἔξωθεν πλήσαντες», Ηρόδ.
β. «ζῴδια πηχῶν ἐκκαίδεκα», Διόδ.)
αρχ.
έργο αγαλματοποιίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (ΙΙ) + κατάλ. υποκορ. -ίδιον (πρβλ. θυρίδιον, χοιρίδιον].