ζώδιο

From LSJ
Revision as of 07:37, 24 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source

Greek Monolingual

το (AM ζῴδιον και ζωΐδιον, Μ και ζῳδείον)
κάθε ένα από τα δώδεκα ίσα τμήματα του ζωδιακού κύκλου, τα οποία φέρουν ως επί το πλείστον ονόματα ζώων
νεοελλ.
1. μικρό ζώο, ζωάριο
2. η μοίρα, το μοιραίο, το γραφτό κάποιου («γεννήθηκε σε κακό ζώδιο»)
μσν.
1. στοιχειό, ζούδι
2. μικρή ή μεγάλη εικόνα, ζωγραφισμένη ἡ λαξευμένη (α. «κρητῆρα χάλκεον ζῳδίων ἔξωθεν πλήσαντες», Ηρόδ.
β. «ζῴδια πηχῶν ἐκκαίδεκα», Διόδ.)
αρχ.
έργο αγαλματοποιίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (ΙΙ) + κατάλ. υποκορ. -ίδιον (πρβλ. θυρίδιον, χοιρίδιον].