ἄμφωτος
From LSJ
κάμινον ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι → of a drunkard, drunkard, having a furnace in his lung
English (LSJ)
ον, (οὖς) A two-eared, two-handled, Od.22.10: neut. as substantive, jar, Hierocl.Facet.35.
German (Pape)
[Seite 147] (οὖς). zweiöhrig, zweihenkelig, Hom. einmal, Od. 22, 10 ἄλεισον.
Greek (Liddell-Scott)
ἄμφωτος: -ον, (οὖς) ὁ ἔχων δύο ὦτα, ἤτοι δύο λαβάς, Ὀδ. Χ. 10.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à deux oreilles, à deux anses.
Étymologie: ἄμφω, οὖς.
Spanish (DGE)
v. ἀμφώτας.
-ον
1 de dos asas ἄλεισον Od.22.10.
2 subst. τὸ ἄ. ánfora Hierocl.Facet.35.
Greek Monolingual
ἄμφωτος, -ον (Α)
αυτός που έχει δύο αφτιά, δύο λαβές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι)- + οὖς, ὠτός, πιθ. αντί ἀμφόατος ή -ώατος].
Greek Monotonic
ἄμφωτος: -ον (οὖς), με δύο αυτιά, με δύο χερούλια - λαβές, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ἄμφωτος: Hom. = ἀμφώης.
Middle Liddell
[οὖς]
two-eared, two handled, Od.