παραψυχή

From LSJ
Revision as of 13:35, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " in pl." to " in plural")

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραψῠχή Medium diacritics: παραψυχή Low diacritics: παραψυχή Capitals: ΠΑΡΑΨΥΧΗ
Transliteration A: parapsychḗ Transliteration B: parapsychē Transliteration C: parapsychi Beta Code: parayuxh/

English (LSJ)

ἡ, A cooling, refreshment, consolation, ἀντὶ πολλῶν E.Hec.280; ἀλγέων π. Id.Or.62; π. βίου Is.2.13; π. κινδύνων Aristid.Or.44(17).12; χαλεπῶν Iamb.Protr.20; π. τῷ πένθει D.60.32 : in plural, παραψυχὰς… φροντίδων ἀνεύρετο ταύτας Timocl.6.4.

German (Pape)

[Seite 509] ἡ, Kühlung, Erquickung, Trost; Eur. Hec. 280; ἔχει τιν' ἀλγέων παραψυχήν, Or. 62; φροντίδων, Timocl. bei Ath. VI, 223 b; βίου, Isae. 2, 13; Dem. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παραψῡχή: ἡ, ἀναψυχή, ἀνάψυξις, παραμυθία, ἡ δ᾿ ἀντὶ πολλῶν ἐστί μοι παραψυχὴ Εὐρ. Ἑκ. 280· μετὰ γεν., ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 62 (ἔνθα ἴδε Πόρσ.)· π. βίου Ἰσαῖ. 19. 17· π. τῷ πένθει Δημ. 1399. 18· ἐν τῷ πληθ., παραψυχὰς ... φροντίδων ἀνεύρατο ταύτας Τιμοκλῆς ἐν «Διονυσιάζουσαις» 1. ― Καθ᾿ Ἡσύχ.: «παραψυχή· παραμυθία».

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
rafraîchissement ; fig. adoucissement, consolation.
Étymologie: παραψύχω.

Greek Monolingual

και, επιγρ., παραψυχίη, ἡ, ΜΑ
παρηγοριά, παραμυθία (α. «παραψυχὴν τοῦ πάθους ζητῶν», Γεωπον.
β. «ἔχε δή τιν' ἀλγέων παραψυχήν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ-ε-ψύχ-ην, αόρ. β' του παραψύχω (πρβλ. ανα-ψυχή, κατα-ψυχή)].

Greek Monotonic

παραψῠχή: ἡ, αναψυχή, αναζωογόνηση, παραμυθία, σε Ευρ.· ἀλγέων παραψυχή, στον ίδ.· παραψυχὴ τῷ πένθει, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

παραψῠχή: ἡ досл. охлаждение, перен. утешение, облегчение, утоление, успокоение (ἀλγέων Eur.; βίου Isae.; τῷ πένθει Dem.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραψυχή -ῆς, ἡ [παραψύχω] troost.

Middle Liddell

παραψῠχή, ἡ,
cooling, refreshment, consolation, Eur.; ἀλγέων π. Eur.; π. τῷ πένθει Dem. [from παραψύ¯χω]

English (Woodhouse)

alleviation, consolation

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)