disagreeable
From LSJ
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
English > Greek (Woodhouse)
adjective
P. ἀηδής, P. and V. ἄχαρις (Plato, also Ar.), ἀτερπής (Thuc.), βαρύς, δυσχερής, προσάντης (Plato; Euripides, Iphigenia in Tauris 1012), V. δυστερπής.
distressing: P. and V. λυπηρός, ὀχληρός, V. λυπρός; see distressing.
ill-tempered: P. and V. δύσκολος, δυσχερής, δυσάρεστος, Ar. and V. παλίγκοτος.