οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
ἐριδμαίνω (Α)
1. ερεθίζω («σφήκεσσιν... οὓς παῖδες ἐριδμαίνουσιν», Ομ. Ιλ.)
2. φιλονεικώ, ερίζω, εριδαίνω
3. κινώ σε φιλονεικία
4. (με δοτ.) συναγωνίζομαι, αμιλλώμαι φιλικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερις (θ. εριδ-), αναλογικά προς τα ρήματα σε -μαίνω (πρβλ. πημαίνω)].