πανατρεκής

From LSJ
Revision as of 17:20, 30 May 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "as Adv." to "as adverb")

οὐδεὶς ἔστη παρὰ τῷ λέοντι ἡμᾶς φοβήσαντι → no one stood near the lion because it had frightened us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰνατρεκής Medium diacritics: πανατρεκής Low diacritics: πανατρεκής Capitals: ΠΑΝΑΤΡΕΚΗΣ
Transliteration A: panatrekḗs Transliteration B: panatrekēs Transliteration C: panatrekis Beta Code: panatrekh/s

English (LSJ)

ές, A all-exact, infallible, φάτις Keil-Premerstein Erster Berichtp.9 (Troketta); μνῆμα AP7.594 (Jul.): neut. as adverb, A.R.4.1382.

German (Pape)

[Seite 457] ές, ganz unfehlbar, wahrhaft, μνῆμα, Iul. Aeg. 63 (VII, 594); als adv. πανατρεκές Ap. Rh. 4, 1332.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνατρεκής: -ές, ὅλως ἀτρεκής, παναληθής, Ἀνθ. Π. 7. 594˙ - οὐδ. -ές, ὡς ἐπίρρ., Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1382.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
tout à fait véritable, infaillible ; n. adv. • πανατρεκές très certainement.
Étymologie: πᾶν, ἀτρεκής.

Greek Monolingual

πανατρεκής, -ές (Α)
1. εντελώς αλάνθαστος, αληθέστατος
2. (το ουδ. ως επίρρ.) πανατρεκές
αληθέστατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἀτρεκής «αληθής, ακριβής, σωστός»].

Greek Monotonic

πᾰνατρεκής: -ές, εντελώς ακριβής, παναληθής, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πᾰνατρεκής: совершенно истинный, доподлинный, самый настоящий (μνῆμα Anth.).

Middle Liddell

πᾰν-ατρεκής, ές
all-exact, infallible, Anth.