καστανιά

From LSJ
Revision as of 18:14, 10 June 2022 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
καστανιά, γάβανο, γαβάνι ή κλειδοπίνακο (σκεύος)

Greek Monolingual

η (AM καστανέα, Α και κάστανος ή και κάστανον, τὸ)
το δέντρο που παράγει τον καρπό κάστανο
νεοελλ.
βοτ.
1. γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών της τάξης φηγώδη, στα οποία περιλαμβάνεται και η κοινή καστανιά
2. το ξύλο της καστανιάς («το έπιπλο αυτό είναι από καστανιά»)
3. το έπιπλο που έχει κατασκευαστεί από ξύλο καστανιάς
4. οικιακό σκεύος από συναρμολογούμενα δοχεία που χρησιμεύει για μεταφορά φαγητού, αλλ. κλειδοπίνακο, γάβανο, γαβάνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάστανον + κατάλ. -έα
ο τ. κασταν-ιά < καστανέα, με συνίζηση (πρβλ. μηλέα: μηλιά)].