διαφωτίζω

From LSJ
Revision as of 15:40, 20 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " LXX " to " LXX ")

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαφωτίζω Medium diacritics: διαφωτίζω Low diacritics: διαφωτίζω Capitals: ΔΙΑΦΩΤΙΖΩ
Transliteration A: diaphōtízō Transliteration B: diaphōtizō Transliteration C: diafotizo Beta Code: diafwti/zw

English (LSJ)

A enlighten, τὴν ψυχήν Plu.2.76b; βίᾳ διαφωτίσαι τόπον clear a place by force, Id.Cat.Ma.20; throw light upon, νυκτερινὰς διατριβάς Luc.Icar.21: abs., dawn, LXXNe.8.3.

German (Pape)

[Seite 613] erleuchten, Luc. Icarom. 21; übertr., ψυχήν, aufklären, Plut. prof. virt. sent. p. 243; auch βίᾳ διαφωτίσαι τόπον, d. i. mit Gewalt Platz nehmen, Plut. Cat. mai. 20.

Greek (Liddell-Scott)

διαφωτίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, φωτίζω, φῶς χορηγῶ, Πλούτ. 2. 76Β· βίᾳ διαφωτίσαι τόπον, διὰ τῆς βίας νὰ καθαρίσῃ τις τόπον τινά, Γαλλ. éclaircir, ὁ αὐτ. Κάτωνι Πρεσβ. 20.

French (Bailly abrégé)

f. διαφωτίσω, att. διαφωτιῶ;
1 éclairer, illuminer;
2 éclaircir : βίᾳ διαφωτίσας τόπον PLUT ayant déblayé (litt. éclairci) la place par la force, s’étant fait jour à travers.
Étymologie: διά, φωτίζω.

Spanish (DGE)

1 intr. brillar ἀπὸ τῆς ὥρας τοῦ διαφωτίσαι τὸν ἥλιον desde la salida del sol LXX 2Es.18.3.
2 tr. iluminar fig. τοῦ λόγου διαφωτίζοντος ... τὴν ψυχήν Plu.2.76b
arrojar luz sobre, descubrir, aclarar τὰς νυκτερινὰς ... διατριβάς Luc.Icar.21, τὸ κεκαλυμμένον ἐν τῇ ψυχῇ κάλλος Gr.Nyss.Virg.300.15, τὸ σκοτεινὸν τοῦ λόγου Alex.Aphr.in SE 21.28
aclarar, despejar πολλῷ δ' ἀγῶνι καὶ βίᾳ μεγάλῃ διαφωτίσας τὸν τόπον Plu.Cat.Ma.20.

Greek Monolingual

(ΑΝ)
1. φωτίζω εντελώς
2. πληροφορώ με σαφήνεια, διευκρινίζω
νεοελλ.
απαλλάσσω από την πλάνη τών προλήψεων
αρχ.
1. (για τον ήλιο) φωτίζω ανατέλλοντας
2. αποκαθαίρω («πολλῷ δ' ἀγώνι και βίᾳ διαφωτίσας τὸν τόπον», Πλούτ.).

Greek Monotonic

διαφωτίζω: μέλ. Αττ. -ῐῶ, ξεκαθαρίζω, διασαφηνίζω ολότελα, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

διαφωτίζω: (fut. διαφωτίσω - атт. διαφωτιῶ)
1) досл. освещать, озарять, перен. разоблачать (ἀποκαλύψαι καὶ διαφωτίσαι τι Luc.);
2) просвещать (τὴν ψυχήν Plut.);
3) расчищать, освобождать: βίᾳ διαφωτίσαι τὸν τόπον Plut. силой проложить себе дорогу.

Middle Liddell

fut. attic ῐῶ
to clear completely, Plut.