ἀπελέγχω

From LSJ
Revision as of 15:55, 20 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " LXX " to " LXX ")

ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπελέγχω Medium diacritics: ἀπελέγχω Low diacritics: απελέγχω Capitals: ΑΠΕΛΕΓΧΩ
Transliteration A: apelénchō Transliteration B: apelenchō Transliteration C: apelegcho Beta Code: a)pele/gxw

English (LSJ)

strengthened for ἐλέγχω, A conuict, expose, refute, Antipho 5.19; τινά τινος Ph.1.205; εὐχέρειαν ἑαυτοῦ ib.193; τὴν διάνοιαν, εἰ . . M.Ant.8.36: abs., procure a conviction, CIG4325k (Olympus); vindicate, ἀ. τὸν τόκον γνήσιον Jul.Or.2.81d:—Pass., to be convicted, πείσας of having persuaded, Antipho 5.21.

German (Pape)

[Seite 286] gänzlich widerlegen, überführen, οὔτε πείσας τὸν ἄνδρα ἀπελέγχομαι, ich werde nicht überführt, daß ich überredet habe, Antiph. 5, 21; Sp., wie M. Anton. 8, 36.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπελέγχω: ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ ἐλέγχω, ἐξελέγχω, ἐπικρίνω, ἀνασκευάζω, Ἀντιφῶν 131. 35· τινά τινος καὶ τί τινος Φίλων 1. 205, 193, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθήκας) 4325k· τινὰ περί τι Μ. Ἀντων. 8. 36: - Παθ., ἀποδεικνύομαι, οὐδὲ πείσας τὸν ἄνδρα ἀπελέγχομαι, οὐδ’ ὅτι ἔπεισα τὸν ἄνδρα ἐλέγχομαι, ἀποδεικνύομαι, Ἀντιφῶν 132. 2.

French (Bailly abrégé)

f. ἀπελέγξω, ao. ἀπήλεγξα, pf. inus.
réfuter, convaincre d’erreur.
Étymologie: ἀπό, ἐλέγχω.

Spanish (DGE)

1 refutar ταῦτα παραχρῆμα Antipho 5.19, τὴν διάνοιαν, εἰ ... M.Ant.8.36, cf. Ptol.Iudic.15.16, πάντας τοὺς ῥεμβομένους Sm.Ps.118.118.
2 probar la culpabilidad, declarar culpable c. ac. y gen. τῆς πανουργίας ἀ. τὸν ἄδικον declarar al injusto culpable de su villanía Ph.1.205, εὐχέρειαν ἀ. σεαυτοῦ declararte culpable de tu propia sumisión Ph.1.193
abs. ἃ καὶ σαφῶς ἐπεγνωκὼς ὁ Ονιας ἀπήλεγχεν LXX 2Ma.4.33, ὧν ὁ ἀπελένξας λήνψεται τὸ τρίτον TAM 2.1032.11 (Olimpo)
en v. pas. ser declarado culpable c. part. πείσας ... οὐδαμοῦ ἀπελέγχομαι de ningún modo soy convicto de haber inducido ... Antipho 5.21.
3 probar τὴν μοιχείαν Aristaenet.1.5.24, τὸν τόκον γνήσιον Iul.Or.3.81d.

Greek Monolingual

ἀπελέγχω (Α)
1. επικρίνω, καταδικάζω κάποιον για κάτι
2. ανατρέπω, αντικρούω.

Greek Monotonic

ἀπελέγχω: μέλ. -ξω, επιτετ. του ἐλέγχω, επικρίνω με δριμύτητα, ανασκευάζω, αποδεικνύω, σε Αντιφ.

Middle Liddell

to refute thoroughly, Antipho.