ἀναγώνιστος

From LSJ
Revision as of 16:40, 14 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "'''Étymologie:''' ἀ," to "'''Étymologie:''' ,")

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναγώνιστος Medium diacritics: ἀναγώνιστος Low diacritics: αναγώνιστος Capitals: ΑΝΑΓΩΝΙΣΤΟΣ
Transliteration A: anagṓnistos Transliteration B: anagōnistos Transliteration C: anagonistos Beta Code: a)nagw/nistos

English (LSJ)

ον, A without contest or conflict, ἀ. ἀπιέναι Th.4.92 (v.l.); never having contended for a prize, X.Cyr.1.5.10; ἀ. περὶ τῆς ἀρετῆς failing in the race of virtue, Pl.Lg.845c.

German (Pape)

[Seite 185] ohne Kampf, d. i. a) unthätig, ἀθλητής, Xen. Cyr. 1, 5, 10; Plut. Ages. 5. – b) nicht kämpfend, untauglich zum Kampf, περὶ ἀρετῆς ἀν. γίγνεσθαι Plat. Legg. VIII, 845 c.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνᾰγώνιστος: -ον, ἄνευ ἁμίλλης ἢ ἀγῶνος, ἀναγ. ἀπιέναι Θουκ. 4. 92: ὁ μηδέποτε ἀγωνισθεὶς περὶ βραβείου, Ξεν. Κύρ. 1. 5, 10· ἀναγ. περὶ τῆς ἀρετῆς, ὁ μηδόλως ἀγωνιζόμενος, μηδεμίαν καταβάλλων προσπάθειαν ὑπὲρ τῆς ἀρετῆς, Πλάτ. Νόμ. 845C.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui n’engage pas de lutte;
2 qui n’a jamais disputé le prix;
3 sans conflit LSJ.
Étymologie: , ἀγωνίζομαι.

Spanish (DGE)

-ον
1 sin participantes τῶν γενομένων ἀναγωνίστων δευτερείων τῆς αὐλωδίας SEG 19.335.50 (Tanagra, Beocia I a.C.).
2 que no ha participado en un certamen εἴ τίς γε ἀσκητὴς ... ἀναγώνιστος διατελέσειεν X.Cyr.1.5.10
fig. ἀ. ... περὶ τῆς ἀρετῆς Pl.Lg.845c.

Greek Monolingual

ἀναγώνιστος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν αγωνίστηκε
2. (ειδικότερα) αυτός που δεν αγωνίστηκε ποτέ για βραβείο
3. αυτός που δεν κατέβαλε καμία προσπάθεια για να επιτύχει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν- στερ. + ἀγωνίζομαι.

Greek Monotonic

ἀνᾰγώνιστος: -ον (ἀγωνίζομαι), αυτός που δεν έχει μάχη, σε Θουκ.· αυτός που δεν έχει αγωνισθεί για βραβείο, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀναγώνιστος: не вступающий в борьбу, не участвующий в соревновании, бездеятельный (ἀθλητής Xen.; ἀ. ἀπιέναι Thuc.): περί τινος ἀ. γίγνεσθαι Plat. не бороться за что-л.

Middle Liddell

ἀγωνίζομαι
without conflict, Thuc.: never having contended for a prize, Xen.