ἀνυπόθετος

From LSJ
Revision as of 16:45, 14 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "'''Étymologie:''' ἀ," to "'''Étymologie:''' ,")

εὐνοεῖσθαι ὑπό θεῶν και ὑπό γυναικῶν → be liked by gods and women, be loved by gods and women, be favored by gods and women, be favoured by gods and women

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνυπόθετος Medium diacritics: ἀνυπόθετος Low diacritics: ανυπόθετος Capitals: ΑΝΥΠΟΘΕΤΟΣ
Transliteration A: anypóthetos Transliteration B: anypothetos Transliteration C: anypothetos Beta Code: a)nupo/qetos

English (LSJ)

ον, A not hypothetical, unconditioned, absolute, ἀρχή Pl.R.510b, cf. Phld. D.1.19; τὸ ἀ. Pl.R.511b, al. Adv. -τως not hypothetically, Plu.2.399b. II without foundation, ib.358f.

German (Pape)

[Seite 266] 1) nicht untergeschoben? – 2) ohne Voraussetzung, absolut, ἐπ' ἀρχὴν ἀνυπόθετον ἐξ ὑποθέσεως ὶέναι Plat. Rep. VI, 510 b 611 b; Plut. – 3) ohne Grundlage, Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνυπόθετος: -ον, ὁ μὴ ὑποθετικός, ὁ μὴ ὁριζόμενος ὑπὸ ὅρων καὶ περιστάσεων, ἀπόλυτος, ἀρχὴ Πλάτ. Πολ. 510Β· τὸ ἀνυπόθετον αὐτόθι 511Β· κ. ἀλλ. ΙΙ. ὁ ἄνευ θεμελίου ἢ βάσεως, Πλούτ. 2. 358F: - οὕτως ἐπίρρ. -τως αὐτόθι 399Β.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans fondement.
Étymologie: , ὑποτίθημι.

Spanish (DGE)

-ον
I 1que no está condicionado, absoluto, ἀρχή Pl.R.510b, Phld.D.1.19, cf. POxy.3219.fr.19.4 (II d.C.), del principio de contradicción, Arist.Metaph.1005b14, cf. Alex.Aphr.in Metaph.269.2
subst. τὸ ἀ. lo no hipotético Pl.R.511b.
2 que no tiene base οἱ ἀράχναι ... [ἀπ] αρχὰς ἀνυποθέτους ὑφαίνουσι las arañas construyen sus telas sin base Plu.2.358f.
3 que no se puede hipotecar de un campo heredado TAM 2.261b.16, PMasp.309.34 (biz.), PMichael.42A.28.
II adv. -ως sin fundamento λέγειν Plu.2.399b.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνυπόθετος, -ον)
νεοελλ.
εκείνος που δεν μπορεί κανείς να τον υποθέσει, παράλογος
αρχ.
1. απόλυτος, αυτός που ισχύει χωρίς όρους και προϋποθέσεις («ἀνυπόθετος ἀρχή», Πλάτων)
2. αβάσιμος, ανυπόστατος.

Russian (Dvoretsky)

ἀνυπόθετος:
1) не предположительный, т. е. безусловный, абсолютный (ἀρχή Plat., Arst.);
2) лишенный оснований Plut.