ἀμφίκομος
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ον, A with hair all round, AP9.516 (Crin.). 2 thick-leafed, θάμνῳ ὑπ' ἀμφικόμῳ Il.17.677, cf. Archestr.Fr.9.
German (Pape)
[Seite 140] (κόμη), Hom. einmal, θάμνος, ringsum, dicht belaubt, Il. 17, 677; dicht behaart Archest. Ath. 285 c; Crin. 32 (IX, 516).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίκομος: -ον, ὁ πανταχόθεν κομῶν, Ἀνθ. Π. 9. 516. 2) πυκνόφυλλος, θάμνῳ ὑπ’ ἀμφικόμῳ Ἰλ. Ρ. 677, πρβλ. Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 285C.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 couvert de cheveux;
2 couvert de feuilles.
Étymologie: ἀμφί, κόμη.
English (Autenrieth)
(κόμη): surrounded by foliage, leafy, Il. 17.677†.
Spanish (DGE)
-ον
I 1frondoso, espeso, tupido θάμνῳ ὑπ' ἀμφικόμῳ Il.17.677, ἀκαλήφη Archestr.9.6, ἄλσος Poll.1.229, κλάδος Poll.1.236.
2 con melena a ambos lados λῃσταὶ λασίαις ἀμφίκομοι κεφαλαῖς bandidos con espesas melenas que les caen a ambos lados de la cabeza, AP 9.516 (Crin.).
II subst. ὁ ἀ. cierta piedra preciosa, llamada tb. erotylos Plin.HN 37.160.
Greek Monolingual
ἀμφίκομος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει μαλλιά ολόγυρα
2. αυτός που έχει πυκνό φύλλωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -κομος < κόμη.
Greek Monotonic
ἀμφίκομος: -ον (κόμη), αυτός που έχει τριγύρω μαλλιά, σε Ανθ.
2. αυτός που έχει πυκνό φύλλωμα, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφίκομος:
1) густо обросший волосами: ἀμφίκομοι κεφαλαῖς Anth. длинноволосые;
2) густолиственный (θάμνος Hom.).