παρεμποδίζω

From LSJ
Revision as of 11:35, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρεμποδίζω Medium diacritics: παρεμποδίζω Low diacritics: παρεμποδίζω Capitals: ΠΑΡΕΜΠΟΔΙΖΩ
Transliteration A: parempodízō Transliteration B: parempodizō Transliteration C: parempodizo Beta Code: parempodi/zw

English (LSJ)

A to be a hindrance, τινι Luc.Am.15 : abs., Gal.4.504, 10.63.

German (Pape)

[Seite 515] wie ἐμποδίζω, im Wege sein, hinderlich sein, τινί, Luc. Amor. 15 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρεμποδίζω: ὡς καὶ νῦν, γίνομαι ἐμπόδιον, τινὶ Λουκ. Ἔρωτες 25· Ἄννα Κομν. 2. 148· ἀπολ., Γαλην.· - οὐσιαστ., παρεμποδισμός, οῦ, ὁ, Ἐρωτιαν., Γαλην.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
1. γίνομαι εμπόδιο ή προκαλώ εμπόδια παρακωλύω («παρεμποδίζει την πρόοδο της εργασίας)
2. παθ. παρεμποδίζομαι
παρακωλύομαι («παρεμποδίζεται η εργασία»)

Russian (Dvoretsky)

παρεμποδίζω: стоять или становиться на пути, быть препятствием (τινί Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-εμποδίζω een hindernis vormen.