συνανταγωνίζομαι
From LSJ
τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior
German (Pape)
[Seite 1001] dep. med., mit od. zugleich entgegenkämpfen, vulg. bei Plat. Alc. I, 119 d, wo die besten mss. ἀξιοῦν ἀνταγωνίζεσθαι haben.
Greek Monolingual
Α
ανταγωνίζομαι με κάποιον.
Russian (Dvoretsky)
συναντᾰγωνίζομαι: бороться друг с другом, состязаться (Plut. - v. l. к ἀνταγωνίζομαι).