παραδοξολόγος

From LSJ
Revision as of 13:30, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραδοξολόγος Medium diacritics: παραδοξολόγος Low diacritics: παραδοξολόγος Capitals: ΠΑΡΑΔΟΞΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: paradoxológos Transliteration B: paradoxologos Transliteration C: paradoksologos Beta Code: paradocolo/gos

English (LSJ)

ὁ, A narrator of marvels, Gal.1.55, al., D.L.8.72.

German (Pape)

[Seite 477] von wunderbaren, unerwarteten Dingen redend, erzählend; D. L. 8, 72; Galen.

Greek (Liddell-Scott)

παραδοξολόγος: -ον, ὁ παράδοξα λέγων, Διογ. Λ. 8. 72, Γαλην. τ. 2, σ. 356, 14, 461, 11.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui raconte des choses incroyables ou extraordinaires.
Étymologie: παράδοξος, λέγω³.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
νεοελλ.
αυτός που αφηγείται απίθανες ιστορίες
αρχ.
αυτός που αφηγείται θαυμαστά, εκπληκτικά πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παράδοξα + -λόγος].

Greek Monotonic

παραδοξολόγος: -ον (λέγω), αυτός που λέει παράδοξα, ανορθόδοξα, πρωτάκουστα πράγματα.

Russian (Dvoretsky)

παραδοξολόγος: рассказывающий о диковинных вещах Diog. L.

Middle Liddell

παραδοξο-λόγος, ον, λέγω
telling of marvels.