χρυσοφεγγής

From LSJ
Revision as of 14:05, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσοφεγγής Medium diacritics: χρυσοφεγγής Low diacritics: χρυσοφεγγής Capitals: ΧΡΥΣΟΦΕΓΓΗΣ
Transliteration A: chrysophengḗs Transliteration B: chrysophengēs Transliteration C: chrysofeggis Beta Code: xrusofeggh/s

English (LSJ)

ές, A gold-beaming, σέλας A.Ag.288.

German (Pape)

[Seite 1382] ές, goldglänzend, mit goldenem Glanz, Licht, σέλας Aesch. Ag. 279.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσοφεγγής: -ές, ὁ ὡς χρυσὸς λάμπων, χρυσαυγής, σέλας Αἰσχύλ. Ἀγ. 288.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui a l’éclat de l’or.
Étymologie: χρυσός, φέγγος.

Greek Monolingual

και χρυσεοφεγγής, -ές, Α
αυτός που λάμπει σαν χρυσάφι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- / χρυσεο- + -φεγγής (< φέγγος), πρβλ. μαρμαρο-φεγγής].

Greek Monotonic

χρῡσοφεγγής: -ές (φέγγος), αυτός που λάμπει σα χρυσός, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσοφεγγής: сияющий или сверкающий как золото (σέλας Aesch.).

Middle Liddell

χρῡσο-φεγγής, ές φέγγος
gold-beaming, Aesch.