νήκεστος

From LSJ
Revision as of 14:55, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2, $3:")

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νήκεστος Medium diacritics: νήκεστος Low diacritics: νήκεστος Capitals: ΝΗΚΕΣΤΟΣ
Transliteration A: nḗkestos Transliteration B: nēkestos Transliteration C: nikestos Beta Code: nh/kestos

English (LSJ)

ον, (νη-, ἀκέομαι) A incurable, neut. as adverb, incurably, ὅς κε… νήκεστον ἀασθῇ ib. 283.

German (Pape)

[Seite 251] unheilbar (ἀκεστός), Hes. O. 285.

Greek (Liddell-Scott)

νήκεστος: -ον, (νη-, ἀκέομαι) ἀνίατος, οὐδ. ὡς ἐπίρρ., ἀνιάτως, ὅς κε... νήκεστον ἀασθῇ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 281.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
incurable.
Étymologie: νη-, ἀκέομαι.

Greek Monolingual

νήκεστος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν θεραπεύεται, ο ανίατος
2. (το ουδ. ως επίρρ.) νήκεστον
ανίατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη- + ἀκεστός (< ἀκέομαι «θεραπεύω»), πρβλ. ευ-άκεστος].

Greek Monotonic

νήκεστος: -ον (νη-, ἀκέομαι), αθεράπευτος· το ουδ. ως επίρρ., αθεράπευτα, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

νήκεστος: неисцелимый, неизлечимый: νήκεστον HH (v.l. μήκιστον), Hes. неисцелимо.

Middle Liddell

νή-κεστος, ον, [νη-, ἀκέομαι
incurable, neut. as adv. incurably, Hes.