νήκεστος
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
ον, (νη-, ἀκέομαι) A incurable, neut. as adverb, incurably, ὅς κε… νήκεστον ἀασθῇ ib. 283.
German (Pape)
[Seite 251] unheilbar (ἀκεστός), Hes. O. 285.
Greek (Liddell-Scott)
νήκεστος: -ον, (νη-, ἀκέομαι) ἀνίατος, οὐδ. ὡς ἐπίρρ., ἀνιάτως, ὅς κε... νήκεστον ἀασθῇ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 281.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
incurable.
Étymologie: νη-, ἀκέομαι.
Greek Monolingual
νήκεστος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν θεραπεύεται, ο ανίατος
2. (το ουδ. ως επίρρ.) νήκεστον
ανίατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη- + ἀκεστός (< ἀκέομαι «θεραπεύω»), πρβλ. ευ-άκεστος].
Greek Monotonic
νήκεστος: -ον (νη-, ἀκέομαι), αθεράπευτος· το ουδ. ως επίρρ., αθεράπευτα, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
νήκεστος: неисцелимый, неизлечимый: νήκεστον HH (v.l. μήκιστον), Hes. неисцелимо.
Middle Liddell
νή-κεστος, ον, [νη-, ἀκέομαι
incurable, neut. as adv. incurably, Hes.