ὀπισθοφυλακία
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
ἡ, A the command of the rear, ib.4.6.19.
German (Pape)
[Seite 358] ἡ, die Nachhut, Xen. An. 4, 6, 19.
Greek (Liddell-Scott)
ὀπισθοφῠλᾰκία: ἡ, ἡ διοίκησις τῆς ὀπισθοφυλακῆς, Ξεν. Ἀν. 4. 6, 19.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
arrière-garde.
Étymologie: ὀπισθοφύλαξ.
Greek Monolingual
ὀπισθοφυλακία, ἡ (Α) οπισθοφύλαξ
η διοίκηση τών οπισθοφυλάκων, της οπισθοφυλακής.
Greek Monotonic
ὀπισθοφῠλᾰκία: ἡ, διοίκηση οπισθοφυλακής, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ὀπισθοφῠλᾰκία: ἡ тыловое охранение, арьергард Xen.