ψυχομαχία
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ἡ, A desperate fighting, Plb.1.59.6.
German (Pape)
[Seite 1404] ἡ, verzweifelter Kampf auf Leben u. Tod, Pol. 1, 59, 6.
Greek (Liddell-Scott)
ψῡχομᾰχία: ἡ, μάχη μετ’ ἀπογνώσεως, Πολύβ. 1. 59, 6.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
combat pour défendre sa vie, combat acharné.
Étymologie: ψυχή, μάχομαι.
Greek Monolingual
ἡ, Α ψυχομαχῶ
απεγνωσμένος αγώνας.
Greek Monotonic
ψῡχομᾰχία: ἡ, μάχη που δίνεται με απόγνωση, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
ψῡχομᾰχία: ἡ борьба насмерть, отчаянный бой Polyb.