ζωπονέω
From LSJ
πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves
English (LSJ)
A represent alive, AP9.742 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 1144] lebendig darstellen, ὄψιν ἔμπνοον Philp. 49 (IX, 742).
Greek (Liddell-Scott)
ζωπονέω: παριστάνω ζωντανά, τέχνα δ’ ἐζωπόνησεν ὄψιν ἔμπνοον Ἀνθ. Π. 9. 742.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
rendre vivant à force d'art.
Étymologie: ζωός, πονέω.
Greek Monotonic
ζωπονέω: μέλ. -ήσω (ζώς), αναπαριστώ με ζωντάνια, αναπαριστώ με ακρίβεια, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ζωπονέω: оживлять, делать (словно) живым (ὄψιν ἔμπνοον Anth.).