πολυαῦλαξ
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
English (LSJ)
ᾰκος, ὁ, ἡ, τό, with many furrows, πεδίον π. AP6.238 (Apollonid.).
German (Pape)
[Seite 660] ακος, von vielen Furchen, πεδίον, Apollnds. 5 (VI, 238).
Greek (Liddell-Scott)
πολυαῦλαξ: -ᾰκος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πολλὰς αὔλακας, πεδίου, πολυαύλακος, ἀντίθετ. τῷ ὀλιγαῦλαξ, Ἀνθ. Π. 6. 238· Αἴγυπτος Χρησ. Σιβ. 4. 72.
French (Bailly abrégé)
ακος (ὁ, ἡ)
aux nombreux sillons, vaste.
Étymologie: πολύς, αὖλαξ.
Greek Monolingual
ὁ, ἡ, Α
1. αυτός που έχει πολλά αυλάκια
2. συνεκδ. αυτός που ποτίζεται με πολλά αυλάκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + αὖλαξ, -ακος (πρβλ. ολιγ-αύλαξ)].
Greek Monotonic
πολυαῦλαξ: -ᾰκος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει πολλά αυλάκια, χαντάκια, σχισμές, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
πολυαῦλαξ: ᾰκος adj. с многочисленными бороздами (πεδίον Anth.).
Middle Liddell
πολυ-αῦλαξ, ακος,
with many furrows, Anth.