πολυαῦλαξ

From LSJ
Revision as of 15:35, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠαῦλαξ Medium diacritics: πολυαῦλαξ Low diacritics: πολυαύλαξ Capitals: ΠΟΛΥΑΥΛΑΞ
Transliteration A: polyaûlax Transliteration B: polyaulax Transliteration C: polyaylaks Beta Code: poluau=lac

English (LSJ)

ᾰκος, ὁ, ἡ, τό, with many furrows, πεδίον π. AP6.238 (Apollonid.).

German (Pape)

[Seite 660] ακος, von vielen Furchen, πεδίον, Apollnds. 5 (VI, 238).

Greek (Liddell-Scott)

πολυαῦλαξ: -ᾰκος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πολλὰς αὔλακας, πεδίου, πολυαύλακος, ἀντίθετ. τῷ ὀλιγαῦλαξ, Ἀνθ. Π. 6. 238· Αἴγυπτος Χρησ. Σιβ. 4. 72.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ, ἡ)
aux nombreux sillons, vaste.
Étymologie: πολύς, αὖλαξ.

Greek Monolingual

ὁ, ἡ, Α
1. αυτός που έχει πολλά αυλάκια
2. συνεκδ. αυτός που ποτίζεται με πολλά αυλάκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + αὖλαξ, -ακος (πρβλ. ολιγ-αύλαξ)].

Greek Monotonic

πολυαῦλαξ: -ᾰκος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει πολλά αυλάκια, χαντάκια, σχισμές, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πολυαῦλαξ: ᾰκος adj. с многочисленными бороздами (πεδίον Anth.).

Middle Liddell

πολυ-αῦλαξ, ακος,
with many furrows, Anth.